πενταπλόα

πενταπλόα
πενταπλόᾱ , πενταπλόος
five-fold
fem nom/voc/acc dual
πενταπλόᾱ , πενταπλόος
five-fold
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πενταπλόαν — πενταπλόᾱν , πενταπλόος five fold fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОСХОФОРИИ —    • Ώσχοφόρια,          вакхический праздник жатвы, праздновавшийся в Афинах 7 го пианенсиона (октябрь ноябрь). Plut. Thes. 22. 23. Во время этого праздника 20 взрослых юношей (по два от каждого сословия) наперерыв бежали из храма Диониса в… …   Реальный словарь классических древностей

  • πενταπλός — ή, ό / πενταπλοῡς, ῆ, οῡν και όος, όα, όον, ΝΑ ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη 2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”